Λιστα Πετσα: Ο αγωνας του Vouliwatch για διαφανεια

Ένα κείμενο για την λίστα Πέτσα από το Vouliwatch, τον οργανισμό που έδωσε τριετή αγώνα για τη διαφάνεια γύρω από την «έκτακτη» χρηματοδότηση, με την οποία δεκάδες εκατ. ευρώ δόθηκαν σε Μέσα Ενημέρωσης στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της πανδημίας του κορονοϊού.

Το Vouliwatch, στο πλαίσιο της προώθησης σε εθνικό και διεθνές επίπεδο των αρχών και διαδικασιών της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, καταγράφει καθημερινά και παρουσιάζει με εύληπτο τρόπο όλες τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, και περαιτέρω διεξάγει δημόσιο διάλογο με διάδραση μεταξύ πολιτών και βουλευτ(ρι)ών.

Εχει αναδείξει στο παρελθόν μείζονα ζητήματα θεσμικής αδιαφάνειας και έλλειψης ουσιαστικής λογοδοσίας του ελληνικού πολιτικού συστήματος.

Με την επίμονη άσκηση του δικαιώματός του να αποκτά πρόσβαση σε δημόσιες πληροφορίες, που η Διοίκηση επιχειρεί να αποκρύψει, έχει πετύχει σημαντικές νίκες, όπως την αναλυτική δημοσίευση των πορισμάτων της αρμόδιας Επιτροπής Ελέγχου της Βουλής σχετικά με παραβάσεις της νομοθεσίας περί χρηματοδότησης των Κομμάτων.

Η εκτακτη νομοθεσια για την ανασχεση της εξαπλωσης του κορονοιου

Στις 14 Μαρτίου 2020, λίγες εβδομάδες μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού στην Ελλάδα, η κυβέρνηση εισήγαγε μία σειρά από έκτακτα μέτρα με στόχο την ανάσχεση της υγειονομικής κρίσης.

Μεταξύ άλλων, ορίστηκε ότι ήταν δυνατή η κατά παρέκκλιση των κανόνων που διέπουν τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων ανάθεση «υπηρεσιών επικοινωνίας και ενημέρωσης των πολιτών».

Στις 21 Μαρτίου 2020, με Υπουργική Απόφαση, ορίστηκε ότι αυτές θα αφορούσαν την «εκπόνηση σχεδίου για κάθε είδους εκστρατεία επικοινωνίας και ενημέρωσης των πολιτών (…) προς το σκοπό της εμπέδωσης των μέτρων πρόληψης και αποφυγής διάδοσης του κορονοϊού COVID-19».

Στις 26 Μαρτίου 2020 φέρεται ότι συνήφθη σύμβαση μεταξύ της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνιας (ΓΓΕΕ) της Προεδρίας της Κυβέρνησης και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Initiative Media Διαφημιστική Α.Ε.», χωρίς να προηγηθεί δημόσια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος ή καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο δημοσιοποίηση των όρων αυτής.

Επρόκειτο, επομένως για μία απευθείας ανάθεση υπηρεσιών στην Initiative Media χωρίς να τηρηθεί κανένας κανόνας δημοσιότητας.

Τα παραδοτέα της αναδόχου εταιρείας περιελάμβαναν -εκτός από τη δημιουργία ραδιοτηλεοπτικών σποτ και μηνυμάτων για τον Τύπο και το διαδίκτυο - περαιτέρω τα εξής:

α) τη σύνταξη και υποβολή πρότασης που θα περιλαμβάνει τα ΜΜΕ, ανά κατηγορία, τον τρόπο και τη συχνότητα μετάδοσης ή καταχώρησης σε αυτά, προς το σκοπό της επιλογής των κατάλληλων μέσων ανακοίνωσης και προβολής του ενημερωτικού υλικού, και

β) τη σύνταξη και υποβολή πρότασης κατανομής της προϋπολογιζόμενης δαπάνης του επικοινωνιακού προγράμματος στα ΜΜΕ που αφορά κατά περίπτωση αγορά χώρου ή χρόνου, περιλαμβανομένης της υποχρέωσης κατάρτισης σχετικού προϋπολογισμού.

Ο δημοσιος αντικτυπος της επιμαχης συμβασης

Τόσο η απολύτως αδιαφανής διαδικασία που ακολούθησε η ΓΓΕΕ για την ανάθεση της επίμαχης σύμβασης, όσο και καθαυτή η παροχή των υπηρεσιών στην πράξη, έγιναν αντικείμενο σφοδρής δημόσιας κριτικής και οδήγησαν σε μακρά πολιτική αντιπαράθεση.

Αρχικώς, η κριτική αφορούσε το γεγονός ότι η κυβέρνηση επέλεξε να δαπανήσει δημόσιο χρήμα (περίπου 20 εκατ. ευρώ) για τη διεξαγωγή της «εκστρατείας ενημέρωσης», ενώ πολλοί υποστήριζαν ότι, με βάση την κείμενη νομοθεσία, η προβολή των μηνυμάτων κοινωνικού περιεχομένου με σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας μπορούσε να πραγματοποιηθεί από τα ΜΜΕ χωρίς αμοιβή.

Δημόσια κριτική διατυπώθηκε και για την επιλογή να ανατεθεί έναντι αδράς αμοιβής (4% επί της συνολικής δαπάνης) σε μία ιδιωτική εμπορική εταιρία, με απευθείας ανάθεση, η υποβολή πρότασης με άδηλα κριτήρια για τη διαχείριση του συνόλου της εν λόγω δημόσιας δαπάνης.

Τέλος, εύλογες απορίες δημιούργησε το γεγονός ότι, ήδη από τις 12 Μαρτίου 2020, δηλαδή πριν καν δημοσιευτεί η σχετική Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, αναμεταδίδονταν σε ραδιοτηλεοπτικά Μέσα και προβάλλονταν στον έντυπο Τύπο και στο διαδικτύο η ενημερωτική «εκστρατεία» κατά της εξάπλωσης του κορονοϊού, με το κεντρικό μήνυμα «Μένουμε Σπίτι».

Δηλαδή, οι υπηρεσίες, οι οποίες σύμφωνα με το πιο πάνω νομοθετικό πλαίσιο έκτακτης εφαρμογής ανατέθηκαν «κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων» στην Initiative Media στις 26 Μαρτίου 2020, παρέχονταν αποδεδειγμένα ήδη 15 ημέρες πριν την υπογραφή σύμβασης, χωρίς να έχει υποβληθεί πρόταση για τον καταμερισμό της δαπάνης στα διάφορα ΜΜΕ.

Η πρωτη παρεμβαση του Vouliwatch

Στο πλαίσιο αυτής της δημόσιας συζήτησης, το Vouliwatch, εκπληρώνοντας τους καταστατικούς σκοπούς του, ανέδειξε κυρίως την προαναφερθείσα απόλυτη έλλειψη όρων διαφάνειας κατά τη διαχείριση του δημόσιου χρήματος.

Στις 23 Ιουνίου 2020, αιτήθηκε στη ΓΓΕΕ να του χορηγήσει τα δημόσια δεδομένα που αφορούσαν στα κριτήρια επιλεξιμότητας και στον καθορισμό του ύψους της χρηματοδότησης που έλαβε κάθε ΜΜΕ για την προώθηση των μηνυμάτων της εκστρατείας «Μένουμε Σπίτι».

Την αίτηση αυτή απέρριψε μεν σιωπηρώς η ΓΓΕΕ, πλην όμως την 6η Ιουλίου 2020 δημοσιοποίησε κατάλογο, που περιλαμβάνει συνολικά 1.232 Μέσα (έντυπα, ιστοσελίδες, ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής και περιφερειακής εμβέλειας) και το χρηματικό ποσό που έλαβε καθένα από αυτά για την προώθηση των πιο πάνω μηνυμάτων.

Η δημοσίευση αυτής της λίστας (που έχει μείνει γνωστή ως «Λίστα Πέτσα», από το όνομα του αρμόδιου υπουργού) προκάλεσε ακόμη εντονότερο δημόσιο διάλογο και κριτική, μεταξύ άλλων από όλα τα κοινοβουλευτικά Κόμματα της αντιπολίτευσης, καθόσον προέκυπτε από τα στοιχεία της ότι συγκεκριμένα ΜΜΕ με μεγάλη εμβέλεια που ασκούσαν έντονη κριτική και αντιπολίτευση στην κυβέρνηση είχαν λάβει δυσανάλογα μικρά ποσά σε σχέση με άλλα ΜΜΕ μικρότερης εμβέλειας που όμως είχαν μια πιο φιλοκυβερνητική στάση.

Εξάλλου, σε ορισμένες περιπτώσεις φέρονταν να έχουν λάβει χρηματοδότηση εντελώς περιθωριακά Μέσα και κυρίως ιστοσελίδες μηδαμινής επισκεψιμότητας, που όμως υποστηριζόταν ότι διατηρούσαν σχέσεις με μέλη της κυβέρνησης, ενώ υπήρχαν στη λίστα και ραδιοφωνικοί σταθμοί που είχαν κλείσει ή ιστοσελίδες που «δημιουργήθηκαν» εν μια νυκτί και είχαν σαν περιεχόμενο μόνο την καμπάνια, ενώ άλλα Μέσα αποκλείστηκαν εντελώς χωρίς καμία αιτιολογία (π.χ. Documento).

Η δευτερη παρεμβαση του Vouliwatch

Το Vouliwatch, τηρώντας κριτική στάση και χωρίς να υιοθετεί τα επιχειρήματα της μίας ή της άλλης πλευράς, αλλ' επικαλούμενο τα δικαιώματά του με βάση το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ και κατ' εφαρμογή της ειδικότερης εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας για τα ανοικτά δεδομένα και την περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημοσίου τομέα, υπέβαλε στην ΓΓΕΕ στις 19 Οκτωβρίου 2020 «αίτηση χορήγησης εγγράφων» και ζήτησε να του χορηγηθούν επί λέξει τα εξής:

i) [η] υποβληθείσα πρόταση της Initiative Media που περιλαμβάνει τα MME ανά κατηγορία, τον τρόπο και τη συχνότητα μετάδοσης ή καταχώρισης σε αυτά, προς τον σκοπό της επιλογής των κατάλληλων μέσων ανακοίνωσης και προβολής του ενημερωτικού υλικού,

ii) [η] υποβληθείσα πρόταση κατανομής της προϋπολογιζόμενης δαπάνης του επικοινωνιακού προγράμματος στα MME που αφορά κατά περίπτωση αγορά χώρου ή χρόνου, περιλαμβανομένου του σχετικού προϋπολογισμού χρήσης μέσων, και

iii) [οι] υποβληθείσες μετρήσεις και αναφορές απόδοσης καθώς και [οι] βεβαιώσεις καλής εκτέλεσης με βάση τις οποίες έγινε ή πρόκειται να γίνει η αποπληρωμή των MME που φιλοξένησαν τα σχετικά μηνύματα.

Επί της αίτησης αυτής, η ΓΓΕΕ δεν εξέδωσε καμία απάντηση εντός της νόμιμης προθεσμίας, με αποτέλεσμα να τεκμαίρεται η απόρριψή της.

Η πρωτη προσφυγη ενωπιον της ΕΑΔ

Κατά της σιωπηρής απόρριψης της πιο πάνω αίτησής της από την ΓΓΕΕ, το Vouliwatch προσέφυγε ενώπιον της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (ΕΑΔ), η οποία επίσης την απέρριψε σιωπηρά.

Η πρωτη αιτηση ακυρωσης ενωπιον του Διοικητικου Εφετειου

Κατά της σιωπηρής απόρριψης, το Vouliwatch άσκησε στις 7 Μαρτίου 2021 αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Η ΕΑΔ προέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου το επιχείρημα ότι το Vouliwatch δεν έχει έννομο συμφέρον, ούτε καν «εύλογο ενδιαφέρον» να του χορηγηθούν τα έγγραφα που ζήτησε.

Το Διοικητικό Εφετείο δημοσίευσε το 2022 απόφαση με την οποία έκανε ομόφωνα δεκτή την αίτηση ακύρωσης. Έτσι, η υπόθεση αναπέμφθηκε στη Διοίκηση για νέα κρίση.

Η ρητη απορριψη του αιτηματος μας απο την ΕΑΔ

Μετά την ακυρωτική απόφαση του Εφετείου, η αίτηση του Vouliwatch δεν κρίθηκε εκ νέου από τη ΓΓΕΕ, στην οποία είχε υποβληθεί το αρχικό αίτημα, και η οποία είναι κατά νόμο αρμόδια να χορηγήσει τα επίμαχα στοιχεία.

Αντιθέτως, επιλήφθηκε απευθείας η ΕΑΔ, που με απόφασή της στις 7 Ιουνίου 2022 απέρριψε ρητώς αυτή τη φορά το αίτημα του Vouliwatch. Στην αιτιολογία, η ΕΑΔ επανέλαβε ότι το Vouliwatch εξισώνεται με «κάθε πολίτη» που ενδιαφέρεται για την τήρηση της νομιμότητας και δεν έχει έννομο συμφέρον.

Συμπληρωματικά, υποστήριξε (για πρώτη φορά στην πορεία αυτής της αντιδικίας) ότι τα στοιχεία στα οποία το Vouliwatch ζήτησε πρόσβαση «δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των ανοικτών δεδομένων, καθώς αποτελούν εμπορικά δεδομένα με εμπορική αξία που συνδέεται με τον εμπιστευτικό χαρακτήρα τους», χωρίς κάποια περαιτέρω εξειδίκευση αυτού του επιχειρήματος.

Η δευτερη αιτηση ακυρωσης ενωπιον του Διοικητικου Εφετειου

Κατά της πιο πάνω απόφασης, το Vouliwatch στράφηκε εκ νέου ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ασκώντας στις 20 Οκτωβρίου 2022 αίτηση ακύρωσης.

Το Διοικητικό Εφετείο απέρριψε το 2023 κατά πλειοψηφία αυτή την αίτηση, χωρίς να εξετάσει ειδικά ότι παρανόμως η ΕΑΔ έκρινε για δεύτερη φορά ότι το Vouliwatch δεν έχει καν έννομο συμφέρον να ζητά από τη Διοίκηση πρόσβαση στις επίμαχες πληροφορίες, και δέχτηκε τον ισχυρισμό της Διοίκησης ότι συνέτρεχε περίπτωση προστασίας εμπορικού απορρήτου, χωρίς να προκύπτει καν ότι η ΕΑΔ είχε στην κατοχή της τα ζητούμενα έγγραφα.

Προσφυγη Vouliwatch στο ΕΣΔΑ

Στις 16 Οκτωβρίου 2023, τρία χρόνια μετά, το Vouliwatch ΔΕΝ έμεινε σπίτι, δεν εγκαταλείπει τον αγώνα για διαφάνεια, και προσέφυγε στην ύστατη οδό για Δικαιοσύνη, στο Ευρωπαϊκό Δικαστήρια για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Το Vouliwatch προσπάθησε να επιτελέσει το καθήκον του ως «δημόσιου φύλακα» (“public watchdog”), με σκοπό την προώθηση της διαφάνειας και την αναζήτηση της αλήθειας για ένα ζήτημα μείζονος σημασίας, που απασχόλησε επί μακρόν και απασχολεί μέχρι σήμερα την ελληνική κοινωνία.

Οι προεκτάσεις του ζητήματος αυτού, ιδίως το ερώτημα αν και κατά πόσο επιχειρήθηκε συνειδητά από τη ΓΓΕΕ η χειραγώγηση των ΜΜΕ, με εργαλείο την επιλεκτική κατανομή δημόσιου χρήματος βάσει «έκτακτης νομοθεσίας», ήταν εξαιρετικά σημαντικές.

Όμως οποιαδήποτε απάντηση στον σχετικό δημόσιο διάλογο προσέκρουε στην επίμονη άρνηση της κυβέρνησης να αποκαλύψει πληροφορίες σχετικά με το τι τελικώς περιείχαν οι προτάσεις που υπέβαλε η Initiative Media, και κατά πόσο αυτά που πρότεινε η ιδιωτική εταιρεία έναντι αδράς αμοιβής καθόρισαν την κατανομή του κρατικού χρήματος στα διάφορα ΜΜΕ.

Επομένως, οι πληροφορίες που ζήτησε να λάβει το Vouliwatch ήταν απολύτως αναγκαίες για να ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασής του στο πλαίσιο αυτού του δημοσίου διαλόγου και, αντιστοίχως, η άρνηση χορήγησης αυτών των πληροφοριών όχι απλώς δυσχέρανε ουσιωδώς, αλλά εμπόδισε συνολικά την άσκηση του δικαιώματός του.

Graph placeholder

hover